Κυριακή 8 Μαρτίου 2009

Το μόνο που αισθάνεται είναι ο κρύος αέρας που χτυπάει με μανία το πρόσωπό της. Δεν θυμάται πόση ώρα περπατάει. Γύρω της το σκοτάδι έχει φέρει στην επιφάνεια όλη την κούραση της ημέρας στα πρόσωπα των περαστικών. Σταματάει σε ένα παγκάκι. Στέκεται. Αποφασίζει να κάτσει. Το βλέμμα της στην ευθεία, χωρίς να κοιτάζει κάπου. Το ένα χέρι στη τσέπη και με το άλλο να κρατάει ένα τσιγάρο που μόλις άναψε.

Προσπαθεί να καταλάβει τι την πείραξε περισσότερο. Το ψέμα; Η υποκρισία; Ή μήπως το ότι αυτή τόσο καιρό δεν είχε καταλάβει κάτι; Η ανάγκη της να πιστέψει σε κάτι διαφορετικό την έκανε να αγνοήσει την πραγματική καθημερινότητα. Ζούσε κάτι άλλο... Κάτι που δεν υπήρχε...
Όμως αλήθεια, πόσοι ζούνε όντως την πραγματικότητα; Ο καθένας βλέπει τα πράγματα κάθε φορά από την δική του πλευρά, δημιουργώντας ίσως έναν παράλληλο δικό του κόσμο.

Γιατί εκείνη να πέφτει τόσο έξω;