Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2009

Τέτοια βροχή είχε καιρό να ρίξει...
Περιμένει υπομονετικά στη στάση του λεωφορείου, ενώ τα πόδια της είναι τελείως μούσκεμα.
Αλλά δε τη νοιάζει.
Στέκεται ατάραχη και στρίβει ένα τσιγάρο ενώ ακούει το αγαπημένο της κομμάτι στο mp3.
Οι κινήσεις της αργές και το στόμα της να ανοιγοκλείνει στους στίχους του τραγουδιού.
Ανάβει το τσιγάρο και χάνεται, χαζεύει τις σταγόνες της βροχής που πέφτουν σε μια λιμνούλα που έχει σχηματιστεί μπροστά της. Γύρω της φασαρία, αυτοκίνητα, αποκρουστικές κόρνες, απότομα φρεναρίσματα.. Κι εκείνη ατάραχη. Τα λεωφορεία περνούν το ένα μετά το άλλο μπροστά της κι αυτή απορροφημένη...
Κοίτα την. Τόσο γαλήνια... Είναι δυνατόν να μην σε καθηλώσει η ομορφιά της;
__

Γαμώτο... Μου φαίνεται πρέπει να σταματήσω να ακούω αυτό το τραγούδι. Πάει το λεωφορείο..
Μήπως να πάρω ταξί;

Κοιτάζει το ρολόι. Περασμένες 6.

Πάλι θα με περιμένουν... Δε βαριέσαι...

Είμαι τυχερή!

Σηκώνει το χέρι της. Το λεωφορείο σταμάταει μπροστά της. Βγάζει το εισιτήριο από τη τσέπη και ανεβαίνει. Πιάνεται από το χερούλι. Δεν κοιτάζει γύρω της. Το μάτι της πέφτει σ' ένα ζευγαράκι που κάθεται στην καφετέρια πίσω από τη στάση. Οι αγκώνες τους ακουμπισμένοι στο τραπέζι, τα δάχτυλα μπλεγμένα, τα μάτια καρφωμένα, μικρά χαμόγελα, φιλιά... Το λεωφορείο ξεκινά, τα πρόσωπα χάνονται. Η εικόνα τους όμως ακόμα στο μυαλό της, να της θυμίζει δικές της στιγμές που αναρωτιόταν αν όντως έζησε.

Μια βαθιά ανάσα και το βλέμμα καρφωμένο στις σταγόνες στο παράθυρο...

Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009

"Φαίδρα και Οδυσσέας"

Κάθεται στην αγαπημένη της πολυθρόνα και χάνεται παρακολουθώντας τις σταγόνες της βροχής που πέφτουν στα φύλλα των δέντρων. Δε θυμάται πόση ώρα στέκεται έτσι. Χαζεύοντας έξω και ακούγοντας το cd με τις αγαπημένες της μπαλάντες. Κοντεύει να σκοτεινιάσει πλέον κι αυτή εκεί... Να ταξιδεύει ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, σκεπασμένη με μία ζεστή κουβερτούλα, που της δίνει την αίσθηση πως δεν είναι μόνη.

Σκέφτεται εκείνον... Το πρόσωπό του, το χαμόγελό του, τη φωνή του, τα μάτια του... Τα μάτια του...
Την τρομάζει, την φοβίζει... Μπορεί να την επηρεάσει τόσο εύκολα, να την κάνει ό,τι εκείνος θελήσει. Κι αυτός δε το ξέρει καν... Δε θέλει να τον βλέπει. Δεν μπορεί να είναι στον ίδιο χώρο μ'αυτόν. Νιώθει τόσο ευαλωτη.

Ξαφνικά το τηλέφωνό της χτυπάει και την ανασέρνει απ' τον βυθό των σκέψεών της.
Είναι εκείνος.
Φοβάται να το σηκώσει.
Φοβάται πως αν θ'ακούσει τη φωνή του κάτι θα σπάσει μέσα της. Μπορεί να σπάσει κι αυτή η ίδια σε χίλια δυο κομμάτια.
-Ναι;
-Έλα Φαίδρα. Τί γίνεσαι;
-Καλά Οδυσσέα.
-Τί κάνεις;
Ξαφνικά την κυριεύει μια ανάγκη να κλείσει το τηλέφωνο. Να σταματήσει για πάντα κάθε επικοινωνία μαζί του. Αλλά δε μπορεί...
-Εδώ, σπίτι, κάθομαι.