Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009

....



Είναι καθισμένη εδώ και ώρα στο παγκάκι στη στάση...
Έχουν, εδώ και ώρα, αρχίσει να πέφτουν οι πρώτες ψυχάλες.
Και όσο περνάνε τα λεπτά η βροχή δυναμώνει.
Εκείνη όμως ατάραχη...
Ακούει τη μουσική στο mp3...
Το στόμα της ανοιγοκλείνει στους στίχους και τα μάτια της χαζεύουν ορθάνοιχτα τους περαστικούς... τα αυτοκίνητα... κίνηση...
Νιώθει τόσο αποσταστιοποιημένη από όλα που ήδη έχει χάσει τα δύο πρώτα δρομολόγια για τον προορισμό της.
Και μένει ακόμα εκεί.
Να κοιτάει τον κόσμο με τα μάτια ορθάνοιχτα και τη μουσική στα αυτιά της.
Και αποφασίζει να ακολουθήσει ένα αυτοκίνητο που απλά της έκανε εντύπωση το χρώμα του και το σχήμα του.
Που ξεχώριζε από όλα τα άλλα στο δρόμο και ας είχε 4 ρόδες και αυτό.
Και ας έκανε τον ίδιο θόρυβο με όλα τα άλλα τριγύρω.
Ένιωθε πως έπαιζε κρυφτό. Προχώραγε... Σταμάταγε...
Το μόνο που διέκρινε ήταν τον καπνό να βγαίνει απ' το παράθυρο.
Και όμως... Κάτι...
Κάτι την υπνότιζε...; Δεν καταλάβαινε...
Συνέχιζε να ακολουθεί, μέσα σε ένα στενό...
Γνώριμος δρόμος ή μήπως όχι...;
Το αυτοκίνητο σταματά...
Εκείνη στέκεται στη μέση του δρόμου.
Ακίνητη.
Η κόρνα από το αμάξι πίσω της σπάει τη σιωπή και την τρομάζει.
Κοιτάζει πίσω της...
Τα φώτα την τυφλώνουν. Ακούγεται μόνο η φωνή ενός παππού... "Πού πας βρε κοπέλα μου...;".
Το πρόσωπό της παγωμένο...
Παίρνει μια βαθιά ανάσα και ένα αχνό χαμόγελο σχηματίζεται.
Συνειδητοποιεί πόσο της αρέσει η μυρωδιά της βροχής...
Θυμάται το αμάξι...
Γυρνάει... Ακόμα εκεί...
Στέκεται στο πεζοδρόμιο...
Το αμάξι ακόμα παρκαρισμένο λίγα μέτρα πιο πάνω...
Άδειο;
Βλέπει πάλι καπνό. Νιώθει μια ανακούφιση και απορεί με τον εαυτό της...
Αποφασίζει να προχωρήσει...
Αργά βήματα...
Και το βλέμμα καρφωμένο εκεί.
Καθώς προχωράει βγάζει το mp3. Αυτή τη στιγμή θέλει να ακούει τα πάντα...
Ο δρόμος είναι ήσυχος... Κάποιος... Στο αυτοκίνητο... Μιλάει...
Δεν καταλαβαίνει τι λέει. Πλησιάζει κι άλλο.
Το πόδι της ακουμπάει τις πίσω ρόδες.
"Καλά... Θα σε πάρω εγώ όταν μπορέσω. Κλείσε τώρα!".
Η πόρτα ξαφνικά ανοίγει.
Εκείνος βγαίνει έξω.
Χτυπάει την πόρτα με δύναμη.
"Γαμώτο!".
Εκείνη κάνει ένα βήμα πίσω και πατάει ένα πλαστικό μπουκάλι.
Τα μάτια της πάνω του.
Σηκώνει το βλέμμα του και ξαφνικά αλλάζει πρόσωπο...
Ένα χαμόγελο και...
"Σε τρόμαξα ε..; Sorry...".
Σιωπή για λίγο.
Κι εκείνη να τον κοιτάει μες στα μάτια... Ανέκφραστη.
Εκείνος απορεί...
"Είσαι καλά..;".
Ξυπνάει... "Ε..; Ναι. Καλά είμαι.". Απαντάει απότομα και φεύγει...
"Εε..! Περίμενε...!".
Το βήμα της είναι γοργό..
Γυρνάει για λίγο. Τον κοιτάει.. "Βιάζομαι." και συνεχίζει...
Ακούει το γέλιο του καθώς τον αφήνει.
"Μα... Το όνομά σου...;".
"Φαίδρα", φωνάζει χωρίς να γυρίσει και χάνεται στη στροφή.
"Φαίδρα...", ψυθιρίζει.
Ψιχαλίζει και πάλι.
"Γαμώτο, τα σχέδια!"
Τα χώνει όπως όπως μέσα απ' το παλτό. Χτυπάει το τηλέφωνο.
"Ναι; Τώρα τώρα! Σε 2 λεπτά είμαι εκεί".
Αρχίζει να τρέχει. Η βροχή δυναμώνει. Μπαίνει μέσα στο στενό.
"Αμάν αυτό το γεφυράκι..! Γιατί πάντα να μυρίζει έτσι από 'δω κάτω;;".
Συνεχίζει να τρέχει και χώνεται μέσα στην καφετέρια.
Κατεβάινει στο υπόγειο.
"Πώς έγινες έτσι βρε παιδί μου;;".
"Βροχή..".
"Λοιπόν, εδώ είναι τα δικά μας σχέδια".
....
Έχει μείνει ακόμα κρυμμένη στη γωνία...
"Τώρα... Έφυγε...".
Γυρνάει πίσω.
Το βλέμμα στο αμάξι. Φτάνει μπροστά... Στέκεται εκεί.
Για λίγο. Χαμογελάει. Φεύγει...
"Ναι; Έλα.. Τώρα θα βγω Γεροκωστοπούλου.. Πού είστε; Rocky; Καλά καλά... Σε 2 είμαι εκεί".
Προχωράει. Πάλι αργά. Πάντα αργά...
Χαζεύει τα χρώματα στο τοίχο.
Βλέπει την παρέα καθισμένη στη τζαμαρία...
Μπαίνει χαμογελαστή.
"Πού είσαι βρε κορίτσι μου;; Τί έκανες τόσες ώρες;;".
".. Ε να μωρέ.. Κίνηση... Έκανα και μπάνιο... Ένα νες μέτριο με γάλα θα μου φέρεις;...".
Χαμόγελα. Πειράγματα. Γέλια. Όλοι καθισμένοι γύρω γύρω.
Εκείνη δίπλα ακριβώς στο παράθυρο..
"Φαίδρα.. Τον ξέρεις;".
"Ποιόν;".
"Αυτός ο τύπος έξω.. Σε χαζεύει.".
Γυρνάει χαμογελώντας.. Εκείνος...
Πάει να της χαμογελάσει.
Εκείνη παγώνει πάλι..
...
Κοιτάει κάτω και φεύγει...
Πάει προς το αμάξι..
Ένα κενό.. Και τίποτ' άλλο..
Ξαφνικά..
"το δικό σου...;".
Γυρνάει..
Εκείνη στη γωνία..
Ο αέρας, παγωμένος, ανεμίζει τα μαλλιά της.
"Οδυσσέας..".
Το φως στο πρόσωπό της. Την κοιτάει και γύρω σκοτεινιάζει..
Δευτερόλεπτα και αισθάνεται πως ο χρόνος έχει παγώσει.
Εκείνη χαμογελάει..
"Γειά σου..".
Πριν προλάβει να της απαντήσει, έχει χαθεί πάλι..
Μπαίνει γρήγορα στην καφετέρια.
Κι αυτός ακόμα εκεί.
"Περίεργη κοπέλα...", σκέφτεται.
Γυρνάει πλάτη.
Η εικόνα της ακόμα στο μυαλό του.
Αυτό το χαμόγελο.. Η φιγούρα της..
Μπαίνει στο αμάξι του.
Μια πεταλούδα ζωγραφισμένη στο παράθυρό του...
Φλασιά. Το μενταγιόν της. Μια πεταλούδα...
Χαμογελά πάλι..
Βάζει μπρος. Όπισθεν. Απότομο φρένο. Βγαίνει έξω.
"Γειά...". Το ίδιο παγωμένο ύφος.
Της χαμογελά.
Εκείνη ανοίγει το στόμα της.
Περιμένει να ακούσει κάτι.. Να την ακούσει..
Κάτι...
Το τηλέφωνό του.. Κοιτάει. Το κλείνει.
Σηκώνει το βλέμμα.
Ο τοίχος απέναντι...
Δεξιά.. Αριστερά..
Τίποτα..
Κενό..
....